- βέρος
- -α, -ο1. ειλικρινής, ευθύς («βέρος άνθρωπος»)2. γνήσιος, πραγματικός («βέρος Αθηναίος», «βέρο χρυσάφι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vero «αληθινός, γνήσιος, πραγματικός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βέρος — α, ο (λ. ιταλ.), αυτός που η καταγωγή του είναι γνήσια, αληθινή: Ο γηραιός κύριος φαίνεται και είναι βέρος αριστοκράτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λεύκιος Ουίρος ή Βέρος — (Lucius Verus, 130 – 169 μ.Χ.). Ρωμαίος συναυτοκράτορας με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Αιλίου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, όπως και ο Μάρκος Αυρήλιος. Σε αντίθεση με τον συναυτοκράτορά του, ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
Άνιοι ή Άννιοι — Μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια, που καταγόταν από τον βασιλιά των Ετρούσκων Άνιο, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ποταμό Παρεούσιο (από τότε Ανιώνα), όταν οι αντίπαλοί του άρπαξαν την κόρη του Σαλία. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Ά. Α’ ο Βέρος. Ύπατος… … Dictionary of Greek
Τιγράνης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, ως υποτελής των Αχαιμενιδών. Ο T., διέταξε τον Τιρίβαζο, έναν από τους διοικητές του, να επιτεθεί εναντίον των Ελλήνων, όταν περνούσαν μέσα από την… … Dictionary of Greek
Αθηναίος — θηλ. αία και Ατθίδα αυτός που κατάγεται από την Αθήνα: Είναι βέρος Αθηναίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ακέραιος, πλήρης, άρτιος. Γέννησε ένα σωστό αγοράκι. 2. μτφ., ακριβής, ορθός, εντάξει: Οι απόψεις του είναι σωστές. 3. πραγματικός, βέρος: Μεγάλωσες πια, έγινες σωστός άντρας. 4. που αρμόζει, πρεπούμενος, ταιριαστός: Προσφώνησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)